χειροβαρής

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροβᾰρής Medium diacritics: χειροβαρής Low diacritics: χειροβαρής Capitals: ΧΕΙΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: cheirobarḗs Transliteration B: cheirobarēs Transliteration C: cheirovaris Beta Code: xeirobarh/s

English (LSJ)

ές, heauy in the hand, Philetaer.10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1345] ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνοβαρής].