χρυσουργός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui travaille l'or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός)].