ψαυκροπόδης

From LSJ
Revision as of 07:00, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαυκροπόδης Medium diacritics: ψαυκροπόδης Low diacritics: ψαυκροπόδης Capitals: ΨΑΥΚΡΟΠΟΔΗΣ
Transliteration A: psaukropódēs Transliteration B: psaukropodēs Transliteration C: psafkropodis Beta Code: yaukropo/dhs

English (LSJ)

ὁ, and ψαυκρόποδα (acc. sg. masc.), swift-footed, epithet of the horse Arion, EM817.45, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, u. ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, πουν, τό, schnellfüßig, Beiw. des Pferdes bei Arion u. der Satyrn bei Nonnos.

Greek (Liddell-Scott)

ψαυκροπόδης: -ου, ὁ, καὶ ψαυκρόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ταχὺς τοὺς πόδας, ἐπίθ. τοῦ ἵππου Ἀρίονος καὶ τῶν Σατύρων, Ἐτυμ. Μέγ. 817. 45.

Greek Monolingual

ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, -ουν, Α
1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα
κουφόποδα, ἄκροις τοῖς ποσὶ ψαύοντα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + -πόδης / -πους (πρβλ. σκιρτοπόδης)].

Frisk Etymology German

ψαυκροπόδης: {psaukropódēs}
Meaning: schnellfüßig,
Etymology: Beiw. des Pferdes Arion (EM 817, 45), Akk. -ποδα H. — S. σαυκρόν.
Page 2,1130