βέδυ
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
τό, Phryg., = ἀήρ, Philyll.20; also, = ὕδωρ, Orph.Fr.219.
German (Pape)
[Seite 441] Philyll. com. bei Clem. Al. strom. p. 569 b, =
French (Bailly abrégé)
(τό) :
1 eau;
2 air.
Étymologie: mot phrygien - cf. sl. voda ?
Greek (Liddell-Scott)
βέδυ: τό, = ἀήρ, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὡσαύτως = ὕδωρ Ὀρφ. Ἀποσπ.19. 9· ἴδε Κλήμ. Ἀλ. 673.
Spanish (DGE)
τό
indecl.
1 agua β. Νυμφάων καταλείβεται ἀγλαὸν ὕδωρ Orph.Fr.219.
2 aire ἕλκειν τὸ β. σωτήριον προσεύχομαι Philyll.19, cf. Neanth.36. Palabra frig. según Clem.Al.Strom.5.8.46, 48, Did.OH 3.9.