δημοσιώνης

From LSJ
Revision as of 13:52, 1 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιώνης Medium diacritics: δημοσιώνης Low diacritics: δημοσιώνης Capitals: ΔΗΜΟΣΙΩΝΗΣ
Transliteration A: dēmosiṓnēs Transliteration B: dēmosiōnēs Transliteration C: dimosionis Beta Code: dhmosiw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, farmer of the revenue, Str.12.3.40, D.S.34.38,al., OGI629.25 (Palmyra), IG7.413 (Oropus), POxy.44.8 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 564] ὁ, Pächter der Staatszölle, publicanus, Strab. 4, 6, 7; D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· ἐντεῦθεν δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ γραφεῖονκατάστημα τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui prend à ferme les revenus de l’État, publicain.
Étymologie: δημόσιος, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ trad. de lat. publicanus, publicano, recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo, D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, IG 12.Suppl.261.1 (Andros I a.C.), IPr.111.118 (I a.C.), SEG 27.1159 (Cirenaica I d.C.), IPhrygie 1.13.2 (II d.C.?), OGI 629.25 (Palmira II d.C.), SEG 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος SEG 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς ISmyrna 589.22 (II a.C.), cf. IG 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν IAphrodisias 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ ἀγορανόμιον δημοσιωνῶν POxy.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας SB 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) PTeb.357.2 (II d.C.), cf. PMich.364.1, SB 12642.1 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

δημοσιώνης, ο (Α)
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»].

Greek Monotonic

δημοσιώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), ενοικιαστής δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

δημοσιώνης: ου ὁ откупщик государственных доходов Diod.

Middle Liddell

ὠνέομαι
a farmer of the revenue, Lat. publicanus, Strab.