διαμοιράζω
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
divide into equal portions, cut up, κόστον Aët.1.138.
Spanish (DGE)
1 despedazar, hacer pedazos τὸν ἐμὸν βίοτον E.Hipp.1376, τέκνα E.Hec.1076
•en v. med. mismo sent. χρόα E.Hec.716.
2 distribuir en partes, repartir Sch.A.Th.816f.
Greek Monolingual
(Α διαμοιράζω)
1. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω
2. τεμαχίζω κάτι και το διανέμω
3. κατανέμω
4. (-ομαι) μοιράζομαι με άλλον
νεοελλ.
1. κομματιάζω, κατασπαράσσω
2. τοποθετώ αραιά.