θαλασσοτείχιστος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
θαλασσοτείχιστον, Glossaria on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.
German (Pape)
[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.
Greek Monolingual
θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, ευαποτείχιστος].