θαλασσοειδής
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ές, like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35; χρῶμα HeroAut.30.6.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.
Russian (Dvoretsky)
θαλασσοειδής: цвета морской воды (θαλασσοειδῆ ἱμάτια Democr.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ἱμάτια Δημόκρ. Ἐφ. παρ’ Ἀθην. 525D.
Spanish
Greek Monolingual
-ές (Α θαλασσοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, ομοειδής].