θάλλινος
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
η, ον, (θαλλός) of or for young shoots, στέφανος IG12(1).162.3 (Rhodes); ἀγγεῖα Sch.Ar.Av.799: θαλλινώδης, ες, covered with shoots, of the Wooden Horse, Cyr.
German (Pape)
[Seite 1184] aus Zweigen gemacht, ἀγγεῖα Schol. Ar. Av. 799.
Greek (Liddell-Scott)
θάλλῐνος: -η, -ον, (θαλλὸς) ἐκ θαλλῶν ἢ κλάδων, ἀγγεῖα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 798.
Greek Monolingual
θάλλινος, -ίνη, -ον (Α) θαλλός
κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα»).