κατακρέμαμαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρέμᾰμαι Medium diacritics: κατακρέμαμαι Low diacritics: κατακρέμαμαι Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: katakrémamai Transliteration B: katakremamai Transliteration C: katakremamai Beta Code: katakre/mamai

English (LSJ)

Pass., hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être suspendu à, gén..
Étymologie: κατά, κρέμαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρέμᾰμαι: Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98.

Greek Monolingual

κατακρέμαμαι (Α)
κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατακρέμᾰμαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, αιωρούμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρέμᾰμαι: (только praes.) свисать (κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut.).