καταστοχασμός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ὁ, conjecture, D.S.1.37.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.