κελαινόρρινος

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόρρῑνος Medium diacritics: κελαινόρρινος Low diacritics: κελαινόρρινος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kelainórrinos Transliteration B: kelainorrinos Transliteration C: kelainorrinos Beta Code: kelaino/rrinos

English (LSJ)

ον, with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn.D.15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.

Greek Monolingual

κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελαρρινός, πολύρρινος].

German (Pape)

[ῑ], mit schwarzer Haut; θήρ Opp. Hal. 5.18; Nonn. D. 15.158.