κεφαλόδεσμος

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόδεσμος Medium diacritics: κεφαλόδεσμος Low diacritics: κεφαλόδεσμος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalódesmos Transliteration B: kephalodesmos Transliteration C: kefalodesmos Beta Code: kefalo/desmos

English (LSJ)

ὁ, head-band, Sch.A.Supp.121:—Dim. κεφαλοδέσμιον, τό, Sch.Il.14.184.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, Kopfbinde, Kopfband, Schol. Aesch. Suppl. 115.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόδεσμος: ὁ, ταινία τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλο-δέσμιον, τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.

Greek Monolingual

ο (Α κεφαλόδεσμος)
κεφαλόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπόδεσμος, σχοινόδεσμος].