κοινολεξία
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἡ, ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.
Greek Monolingual
η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).