κριόστασις
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
-εως, ἡ, station, position for a battering-ram, Ph.Bel. 92.19.
German (Pape)
[Seite 1510] ἡ, das Gestell des Mauerbrechers, Philo mathem.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑόστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92.
Greek Monolingual
κριόστασις, -έως, ἡ (Α)
η ξύλινη βάση του πολιορκητικού κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βούστασις, ιππόστασις].