λιναγρέτης
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ου, ὁ, caught in the net, Lyc.237.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, im Netz gefangen, πορκέων, Lycophr. 237.
Greek (Liddell-Scott)
λῐναγρέτης: -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. ἁλιεύς, Φιλῆς σ. 240.
Greek Monolingual
λιναγρέτης, ὁ (Α)
πιασμένος στα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -αγρέτης (< ἀγρῶ πιάνω, καταλαμβάνω»), πρβλ. θηραγρέτης].