μειλικτήριος

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτήριος Medium diacritics: μειλικτήριος Low diacritics: μειλικτήριος Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: meiliktḗrios Transliteration B: meiliktērios Transliteration C: meiliktirios Beta Code: meilikth/rios

English (LSJ)

ον, able to soothe, εὐχαί Suid. s.v. Ποντίφιξ: Subst. μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, νεκροῖσι A.Pers.610; cf. μείλιγμα 1.2.

German (Pape)

[Seite 115] zum Versöhnen, Beruhigen geeignet, τὰ μειλικτήρια, Sühnopfer, φέρουσα νεκροῖσι, Aesch. Pers. 602.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: μειλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτήριος: -ον, πραϋντικός, ἱκανὸς νὰ πραΰνῃ, εὐχὰς γὰρ οὗτος (ὁ ποντίφιξ) πρὸς τῷ ποταμῷ μειλικτηρίους ποιησάμενος κτλ. Σουΐδ. ἐν λ. Ποντίφιξ: ― μειλικτήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἱλαστήριοι θυσίαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 610· πρβλ. μείλιγμα Ι. 2.

Greek Monolingual

μειλικτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια
εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῖσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καθαρ-τήριος)].

Greek Monotonic

μειλικτήριος: -ον (μειλίσσω), ικανός να καταπραΰνει, μειλικτήρια (δηλ. ἱερά), τά, εξευμενισμοί, εξιλασμοί.

Middle Liddell

μειλικτήριος, ον μειλίσσω
able to soothe: μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, Aesch.