μεσεγγύωμα
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
ατος, τό, = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.
German (Pape)
[Seite 137] τό, s. μεσεγγύημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. μεσεγγύημα.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύωμα: τό, = μεσεγγύημα, Ἰσοκρ. 235G Bekk.
Greek Monolingual
μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγύωμα: τό Isocr. = μεσεγγύημα.