μεσαιπόλιος
English (LSJ)
ον, half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».
English (Autenrieth)
(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.
Greek Monolingual
μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.
Greek Monotonic
μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. αντί μεσοπόλιος, αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. μεσήλικας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεσαιπόλιος: [μέσαι - locativus к μέσος наполовину седой, с проседью (Ἰδομενεύς Hom.).
Middle Liddell
μεσαι-πόλιος, ον [poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.