μετακόπτω
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
stamp, coin anew, Polyaen.6.9.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 148] umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μετακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτω ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.
Greek Monolingual
μετακόπτω (Α)
(σχετικά με νόμισμα) κόβω εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό χάραγμα.