μητροκωμία
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, mother-village, the chief village of a district, OGI609.4 (Syria), 769.9 (ibid.), Princeton Exp.Inscr.111 A. 7972 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 180] ἡ, nach μητρόπολις gebildet, Mutterflecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκωμία: ἡ, μήτηρ κώμη, ἡ πρωτεύουσα κώμη διαμερίσματός τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4551, 4562, Ἰω. Δαμασκ.· πρβλ. μητρόπολις.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μητροκωμία)
νεοελλ.-μσν.
1. (κατά τη βυζαντική εποχή) ένωση κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών
2. (κατά την τουρκοκρατία) το κεφαλοχώρι
αρχ.
πρωτεύουσα περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. τετρακωμία].