μητροκωμία

From LSJ
Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκωμία Medium diacritics: μητροκωμία Low diacritics: μητροκωμία Capitals: ΜΗΤΡΟΚΩΜΙΑ
Transliteration A: mētrokōmía Transliteration B: mētrokōmia Transliteration C: mitrokomia Beta Code: mhtrokwmi/a

English (LSJ)

ἡ, mother-village, the chief village of a district, OGI609.4 (Syria), 769.9 (ibid.), Princeton Exp.Inscr.111 A. 7972 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, nach μητρόπολις gebildet, Mutterflecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκωμία: ἡ, μήτηρ κώμη, ἡ πρωτεύουσα κώμη διαμερίσματός τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4551, 4562, Ἰω. Δαμασκ.· πρβλ. μητρόπολις.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητροκωμία)
νεοελλ.-μσν.
1. (κατά τη βυζαντική εποχή) ένωση κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών
2. (κατά την τουρκοκρατία) το κεφαλοχώρι
αρχ.
πρωτεύουσα περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. τετρακωμία].