μιμάς
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
άδος, ἡ, actress of μῖμοι, Ael.Fr.123, IG14.2342 (Aquileia), AP9.139tit.
German (Pape)
[Seite 186] άδος, ἡ, eine Art mimische Künstlerinn, Ael. bei Suid. v. κρίσεως.
Russian (Dvoretsky)
μῑμάς: άδος ἡ мимада, мимическая актриса Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμάς: -άδος, ἡ, γυνὴ ὑποκρινομένη ἐν τοῖς μίμοις, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. κρίσεως, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 609. 6.
Greek Monolingual
μιμάς, -άδος, ἡ (Α)
γυναίκα ηθοποιός που έπαιζε μίμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -άς (πρβλ. μελαινάς, χαλκάς)].