νέορτος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, (ὄρνυμι) newly arisen, τί δ' ἐστίν, ὦ παῖ Λαΐου, ν. αὖ; S. OC1507; of persons, new, ἁ ν. ἅδε νύμφα Id.Tr.894 (lyr.); also, youthful (expld. by ἔφηβος, Phot.), τὰν ν. Ἑρμιόναν S.Fr.872 (lyr., νεοργόν or -ουργόν codd. Plu.).
German (Pape)
[Seite 243] neu erregt, -entstanden, jung, frisch; τί δ' ἐστὶν νέορτον αὖ; Soph. O. C. 1503, vgl. Trach. 890.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient de surgir, d'où
1 nouveau, récent;
2 au fém. jeune femme, nouvelle épouse.
Étymologie: νέος, ὄρνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
νέορτος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ νεωστὶ ἐγερθείς, νέος, ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1507· ἐπὶ προσώπων, ἁ ν. ἅδε νύμφα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 894· τὰν ν. Ἑρμιόναν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 791.
Greek Monolingual
νέορτος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νέορτος
νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον
πρόσφατο συμβάν («τί δ' ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. θέ-ορτος, παλίν-ορτος].
Greek Monotonic
νέορτος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που μόλις εμφανίστηκε, νέος, πρόσφατος, λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νέορτος: II adj. f новобрачная (νύμφα Soph.).
вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?