ἐγχέσπαλος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον, (πάλλω) wielding the spear, Il.2.131, B.5.69, etc.
Spanish (DGE)
(ἐγχέσπᾰλος) -ον
• Alolema(s): ἐγχεσίπ- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ-]
que blande la lanza ἄνδρες Il.2.131, Πουλυδάμας Il.14.449, Ἄρης Il.15.605, Orac.Sib.12.100, B.5.69, Simm.14, Q.S.6.39, Nonn.D.35.331.
German (Pape)
[Seite 713] lanzenschwingend, Il. 2, 131 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέσπᾰλος: (πάλλω) ὁ πάλλων τὸ ἔγχος, μαχητής, Ἰλ. Β. 131, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance la javeline.
Étymologie: ἔγχος, πάλλω.
Greek Monolingual
ἐγχέσπαλος, ο (Α)
αυτός που πάλλει το έγχος, ο μαχητής.
Greek Monotonic
ἐγχέσπᾰλος: -ον (πάλλω), αυτός που χειρίζεται, πάλλει το δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχέσπᾰλος: потрясающий копьем (ἄνδρες Hom.).