ἐγκοληβάζω
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
in Ar.Eq.263, gulp down, swallow up, v. Sch. ad loc., Hsch.; also expld. by ἐπὶ κόλοις βαίνειν, Suid. s.v. ἐκολαβήσας.
Spanish (DGE)
dud. patear, pisar la barriga al adversario caído en el suelo, prob. c. sent. obsc. dar por el culo εἶτ' ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας c. juego de palabras, Ar.Eq.263 (cj.), cf. Sch.ad loc., EM 340.33G., Sud.s.u. ἐκολαβήσας, v. ἐγκολαβίζω.
German (Pape)
[Seite 709] nur bei Ar. Equ. 264, v.l. ἐνεκολάβησας, Schol. καταπέπωκας, wie die VLL. καταπιεῖν erkl. u. an ἄκολος denken, = hinunterschlucken, nach Eust. wie ein κόλαβος. Andere erkl. es für einen Fechterausdruck, = einen Tritt auf den Bauch geben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοληβάζω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. πίπτω βαρέως ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται καταπίνω, «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.
French (Bailly abrégé)
avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαβος.
Étymologie: ἐν, κόλλαβος.
Greek Monolingual
ἐγκοληβάζω (Α)
καταπίνω.
Greek Monotonic
ἐγκοληβάζω: πέφτω με δύναμη πάνω σε κάποιον, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐγκοληβάζω: предполож. проглатывать Arph.
Middle Liddell
to fall heavily upon, or to gulp down, swallow up, Ar. [deriv. unknown