ἐκκρήμναμαι

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρήμναμαι Medium diacritics: ἐκκρήμναμαι Low diacritics: εκκρήμναμαι Capitals: ΕΚΚΡΗΜΝΑΜΑΙ
Transliteration A: ekkrḗmnamai Transliteration B: ekkrēmnamai Transliteration C: ekkrimnamai Beta Code: e)kkrh/mnamai

English (LSJ)

or ἐκκρέμναμαι, ἐκκρίμναμαι, = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76: c. gen., E.HF520; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612:—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρήμνᾰμαι: досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων χέρας ἐ. Eur. браться за дверные ручки.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.

Greek Monolingual

ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.

Greek Monotonic

ἐκκρήμναμαι: = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.

Middle Liddell

= ἐκκρέμαμαι,]
c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.