ἐνστόμισμα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ατος, τό, bit, curb, metaph., J.AJ18.9.3 (s. v.l.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό bocado, freno fig., I.AI 18.330.
German (Pape)
[Seite 853] τό, das in den Mund Gelegte, das Gebiß, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστόμισμα: τό, χαλινός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 3.
Greek Monolingual
το (AM ἐνστόμισμα) ενστομίζω
ό,τι τοποθετείται στο στόμα, χαλινάρι.