ἐπιλλώπτω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
wink or leer, ἐξ ὀφρύος Plu.2.51c.
German (Pape)
[Seite 958] dasselbe, οἱ κόλακες οὐκ ἀληθινὴν οὐδ' ὠφέλιμον ἀλλ' οἷον ἐπιλλώπτουσαν ἐξ ὀφρύος. παῤῥησίαν προσφέρουσιν Plut. discr. ad. et amic. 7.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
regarder de travers.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός, ὄψομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλλώπτω: κυττάζω τινὰ σκωπτικῶς διὰ τῶν ἄκρων τῶν ὀφθαλμῶν, «στραβοκυττάζω», Πλούτ. 2. 51C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
Greek Monolingual
ἐπιλλώπτω (Α) έπιλλος
κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη του ματιού, στραβοκοιτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλλώπτω: глядеть искоса (ἐξ ὀφρύος Plut.).