ἐπιπαρασκευάζομαι
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
French (Bailly abrégé)
se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.
Greek Monolingual
ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.
Greek Monotonic
ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρασκευάζομαι: добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).