λεῖος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
α, ον,
A smooth to the touch, [αἴγειρος] Il.4.484; λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr.218, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra.414b, al., Arist.Cat.10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered, ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97; λ. ὕφασμα Pl.Plt.310e; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured, Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4; of plate, unembossed, φιάλαι IG11(2).161 B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.). 2 in Hom., chiefly of level places or countries, λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330; ἐν λείῳ πεδίῳ ib.359; λ. ὁδός Od.10.103, Hes.Op.288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.); λ. ἄροσις Od.9.134; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30; πεδίον λ. Hdt.2.29; χωρίον λειότατον Id.7.9.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117; λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856. b c. gen., χῶρος . . λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282. 3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA583a6; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth, ἱππίδια Epich.44; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA505a26; [γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib.565b2, Opp.H.1.380; τὸ λ. Hp.Epid.3.14, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac.462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91. 4 metaph., smooth, soft, πνεῦμα Ar.Ra.1003; of the sound of the voice, Pl.Plt.307a, Ti.67b, Phlb.51d; διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; also λ. μῦθοι A.Pr.647; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra.406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti.63e; λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr.411; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32; λ. ἡσυχίη AP7.278 (Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24; τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht.144b, Plu.2.384a; καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol. ap. Arist.Ath.12.3. II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf. λειόω 11: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.)
German (Pape)
[Seite 24] ὁ, eine glatte Haifischart. α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισθηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παθήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύθοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καθεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤθους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσθησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσθαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.