ἄροσις
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A arable land, corn-land, Il.9.580, Od.9.134, Thphr. CP 3.2.2, A.R.1.826.
II ploughing, Arat.1055, Arist.Mu.399b17, Ael.NA13.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ]
1 labrantío, campo ψιλὴ ἄ. campo raso, Il.9.580, ἄ. λείη Od.9.134 (quizá tb. c. valor 2), cf. A.R.1.826.
2 arada, labranza πρῶτος μὲν πρώτην ἄρόσιν ... καρπὸς ἀπαγγέλλει Arat.1055, γῆς ἀρόσεις Arist.Mu.399b17, cf. Ael.NA 13.1, Et.Gen.1212.
German (Pape)
[Seite 357] ἡ, das Ackern, Pflügen, Arist. Bei Hom., welcher das Wort zweimal hat, steht es durch eine rhetor. Figur im Sinne von »Ackerland«: Od. 9, 134 ἐν δ' ἄροσις λείη; Iliad. 9, 580 τέμενος ἑλέσθαι, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι, wo Aristarch nach Scholl. Did. ψιλῆς schrieb, scil. γῆς. Sp. D., wie D. Per. 418.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
terre arable ou labourée.
Étymologie: ἀρόω.
English (Autenrieth)
(ἀρόω): ploughing, arable land.
Greek Monotonic
ἄροσις: -εως, ἡ (ἀρόω), αρόσιμη γη, καρποφόρα γη, Λατ. arvum, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄροσις: εως (ᾰ) ἡ
1 пашня, нива Hom.;
2 пахота Arst., Plut.