ἀλώβητος
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
ον, unblemished, φύσις Ph.1.451; intact, ἀ. καὶ ἀκέραιος Them.Or.3.43c, cf. Zos.2.5; sound in limb, Gal.13.1026.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incólume, intacto φυλάττεται ἡμῖν ἀ. καὶ ἀκέραιος Them.Or.3.43c, ἡ ἀρχὴ Ῥωμαίων ἀ. Zos.2.5, τὸ πλάσμα Eus.M.24.396A, Σάρρα Thdt.M.80.169A, cf. Hsch.
•medic. sano Gal.13.1026
•fil., relig. puro, limpio, perfecto φύσις Ph.1.451, ψυχαί Meth.Symp.4.3.
2 subst. τὸ ἀ. inmunidad Gr.Nyss.M.45.169C.
II adv. -ως sin detrimento Cyr.Al.M.68.552D.
German (Pape)
[Seite 113] ungeschmäht, unverletzt, Sp., wie Them.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώβητος: -ον, = ἄβλαπτος, ἄμωμος, Θεμίστ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλώβητος, -ον) λωβητός
(και μτφ.) αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, άβλαβος, ακέραιος, αμείωτος.