ἀλιμενότης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, = ἀλιμενία, X.HG4.8.7, Peripl.M.Eux.37.
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Hafenlosigkeit, Xen. Hell. 4, 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιμενότης: ἡ = ἀλιμενία, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
manque de port.
Étymologie: ἀλίμενος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
falta de puertos X.HG 4.8.7, Arr.Peripl.M.Eux.25.
Greek Monolingual
ἀλιμενότης, η (Α) ἀλίμενος
η αλιμενία.
Greek Monotonic
ἀλῐμενότης: ἡ, έλλειψη λιμανιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐμενότης: ητος ἡ отсутствие (удобных) пристаней Xen.