ἀντίλυρος

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίλῠρος Medium diacritics: ἀντίλυρος Low diacritics: αντίλυρος Capitals: ΑΝΤΙΛΥΡΟΣ
Transliteration A: antílyros Transliteration B: antilyros Transliteration C: antilyros Beta Code: a)nti/luros

English (LSJ)

ον, responsive to the lyre or like that of the lyre (Sch.), καναχά, of the flute, S.Tr.643.

Spanish (DGE)

(ἀντίλῠρος) -ον semejante a (el de) la lira καναχά S.Tr.643.

German (Pape)

[Seite 255] (λύρα), καναχή Soph. Tr. 640, den Tönen der Lyra entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίλῠρος: -ον, (λύρα), ἀλλὰ θείας ἀντίλυρον μούσας «ἀντῳδός, ἰσόλυρος» (Σχόλ.) Σοφ. Τρ. 643.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à la lyre.
Étymologie: ἀντί, λύρα.

Greek Monolingual

ἀντίλυρος, -ον (Α)
ο ανταποκρινόμενος στη λύρα, αυτός που εναρμονίζεται με τους ήχους της λύρας.

Greek Monotonic

ἀντίλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που αποκρίνεται στη λύρα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίλῠρος: подобный или вторящий звукам лиры (καναχή Soph.).

Middle Liddell

λύρα
responsive to the lyre, Soph.