ἀπειρόγαμος

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόγᾰμος Medium diacritics: ἀπειρόγαμος Low diacritics: απειρόγαμος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: apeirógamos Transliteration B: apeirogamos Transliteration C: apeirogamos Beta Code: a)peiro/gamos

English (LSJ)

ον, unwedded, νύμφα Eub.35; of Athene, Nonn.D.47.416, Cat.Cod.Astr.7.227.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀπιρ- MAMA 7.560 (Frigia Oriental)
que no ha probado el matrimonio, soltero, virgen νύμφα Eub.35, ἀνήρ Cat.Cod.Astr.7.221, de Atena, Nonn.D.47.416, de María AP 1.2, ἁγνὸς ἀπιρόγαμος Χριστοῦ φίλος MAMA 7.560 (Frigia Oriental), cf. Basil.M.30.464B, Paul.Sil.Soph.436
virginal λέκτρον Nonn.D.13.98.

German (Pape)

[Seite 285] unverheirathet, νύμφα Eubul. bei Ath. VII, 300 b; μήτηρ ist Maria bei christlichen Dichtern in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόγαμος: -ον, μὴ λαβὼν πεῖραν γάμου, ἄγαμος, παρθένος, νύμφα ἀπειρόγαμος Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Νόνν. Δ. 13. 98, κόρη Εὐσέβ. VI. 640D, IV. 881 C, Γρηγ. Ναζ., κλ.

Greek Monolingual

ἀπειρόγαμος, -ον (AM)
αυτός που δεν έλαβε πείρα γάμου, που δεν έχει γνωρίσει τον γάμο, παρθένος
«ἀπ. νύμφα», «ἀπειρόγαμος νύμφηκόρη» (για τη Θεοτόκο), «ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων» (από το παρθενικό κρεβάτι, Νόννος).