Κίσσιος

From LSJ
Revision as of 18:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: II ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.

Middle Liddell

Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.