σκαιός
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ά, όν,
A left, on the left hand, poet. for ἀριστερός (used by Prose writers in metaph. sense, and once by Pl. in literal sense, Phdr.266a; also in Dor. Prose, ἐν σκαιάν,= ἐς ἀριστεράν, SIG636.22 (Delph., ii B.C.; σκαγαν lapis)); τὸ σ. ὄμμα παραβαλών A.Fr.308 (cf. Ath.7.303c); in Hom. always in dat. σκαιῇ (sc. χειρί), with the left hand, Il.1.501, al.; χειρὶ σ. Hes.Th.179:—hence, II western, westward (for the Greek diviner always turned his face northward, and so had the West on his left): hence Σκαιαὶ πύλαι the West-gate of Troy, Il.3.145, al., cf. Hsch. (otherwise expld. by Sch. ad loc.); σ. ῥίον either, on the left, or west headland, Od.3.295; σ. λιμήν Orac. ap.D.S.8.21; πόρος D.P.161,481,541. 2 unlucky, ill-omened, mischievous (cf. δεξιός 11), ἡ φιλοτιμίη κτῆμα σ. Hdt.3.53; σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον a thing is none the worse for remaining unsaid, Pi.O.9.104; σ. ἐκλύσων στόμα about to speak mischief, S.Aj. 1225. III metaph. of persons, lefthanded, awkward, clumsy, stupid, -ότατος καὶ ἀδικώτατος Hdt.1.129; σ. ἰητροί Hp.Art.42; σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται S.Fr.921, cf.771; ὅπου δ' Ἀπόλλων σ. ᾖ, τίνες σοφοί; E.El.972, cf. Heracl.258, HF283; ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ar.V.1183, cf. 1266; ἐπιλης μότατον καὶ -ότατον γερόντιον Id.Nu.790; οὕτω σ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Lys.10.15, cf. Pl.Euthd.295d; σ. καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον D.26.17; σ. καὶ ἀναίσθητος Id.18.120; σ. ἢ ἀνήκοος Id.19.312. Adv., σκαιῶς λέγειν Ar.Ec.644, cf. Pl.60: Comp., Phld.Acad.Ind.p.7 M. 2 of words, thoughts, or actions, -ότατον ἔπος Ar.Av.174, cf. Arist.Rh.Al.1430b7; σ. καινουργία OGI569.18 (Arycanda, iv A.D.).—In these senses σκαιός is opp. to δεξιός (q.v.). IV aslant, crooked, of serpents, Nic.Th.266; cf. σκοιός. (Prob. σκαιϝός, cf. Lat. scaevus.)
German (Pape)
[Seite 887] lat. scaevus, links, auf der linken Seite; ἡ σκαιά, sc. χείρ, die Linke, die linke Hand, bei Hom. immer σκαιῇ, mit der Linken, Il. 1, 501 u. sonst, wie vollständig Hes. Th. 179 χειρὶ σκαιῇ; auch in Prosa, σκαιά, im Ggstz von δεξιά, Plat. Phaedr. 266 a. – Weil aber der griechische Vogelschauer sein Gesicht gegen Mitternacht kehrte, ist zu seiner linken Hand Sonnenuntergang, Westen, daher σκαιός = westlich, abendlich, wie man Σκαιαὶ πύλαι in der Il. das Abend- od. Westthor erklärt, u. Od. 3, 295 σκαιὸν ῥίον wahrscheinlich das westliche Vorgebirge ist. Von links her fliegende Vögel bedeuten Unglück; dah. σκαιός = Unglück verkündend, ungünstig, widrig, Nachtheil bringend; φιλοτιμίη κτῆμα σκαιόν, Her. 3, 53; οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον, Pind. Ol. 9, 104; σκαιὸν ἐκλύσων στό μα, Soph. Ai. 1204, wo der Schol. λόγους κακούς erkl. – Gew. linkisch, ungeschickt, unbeholfen, plump, vom Betragen, auch vom Wissen, ungebildet, dumm; ὅπου Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί; Eur. El. 972, vgl. Med. 298; πόλλ' ἀγρώσταις σκαιὰ πρόσκειται φρενί, Rhes. 266; σκαιὸς καὶ ἀπαίδευτος, Ar. Vesp. 1183; Ggstz von δεξιός, Plut. 1023 u. öfter; σκαιότατον ἔπος, Av. 174; auch im adv., σκαιῶς λέγειν τι, Eccl. 644; in Prosa: σκαιότατος καὶ ἀδικώτατος, Her. 1, 129; μή με σκαιὸν ἡγησάμενος φοιτητὴν μὴ προσδέχοιτο, Plat. Euthyd. 295 d; οὕτω σκαιὸς ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι, Lys. 10, 15; σκαιὸς οὕτω καὶ ἀναίσθητος εἶ, Dem. 18, 120, vgl. 24, 183; οὑτω σκαιός ἐστι καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον, 26, 17; τίς ἂν στρατηγὸς ἀλογιστότερος καὶ σκαιότερος ἡγεμών, Pol. 3, 48, 1; oft bei Luc. u. Plut.; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 998. – Zuweilen auch = schief, krumm gebogen. im Ggstz von ὀρθός, wie es Nic. Ther. 266, vom Gange der Schlangen gebraucht, durch πλάγιος erklärt wird.