αἱμόρρυτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, (ῥέω) dripping blood, A.Fr.230:—poet. αἱμό-ρυτος, νόσος IG12(5).310 (Paros).
Spanish (DGE)
(αἱμόρρῠτος) -ον
• Grafía: graf. -όρυτος IG 12(5).310.8 (Paros II d.C.)
1 por el que corre la sangre μήν A.Fr.230, cf. Eust.1895.36.
2 que provoca hemorragias o flujos de sangre de un feto IG l.c.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρρῠτος: -ον, (ῥέω) = ὁ αἷμα ῥέων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230: - ποιητ. αἱμόρυτος, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sang coule.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Greek Monotonic
αἱμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, σε Αισχύλ.· ποιητ. αἱμό-ρυτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[ῥέω]
blood-streaming, Aesch., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω waarbij bloed vloeit, bloedig.