εὐδιάγνωστος

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάγνωστος Medium diacritics: εὐδιάγνωστος Low diacritics: ευδιάγνωστος Capitals: ΕΥΔΙΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiágnōstos Transliteration B: eudiagnōstos Transliteration C: evdiagnostos Beta Code: eu)dia/gnwstos

English (LSJ)

εὐδιάγνωστον, easy to distinguish, Gal.14.63 (Sup.), Nicom.Harm.2.

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάγνωστος: -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].