εὐρυχανδής
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
εὐρυχανδές, = εὐρυχαδής, Eust.870.55.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, = εὐρυχαδής, Eust.; Schol. Luc. Lex. 7.
Greek Monolingual
εὐρυχανδής, -ές (Μ)
ο ευρυχαδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευχανδής, περιχανδής].