οὐλομελής
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ές, (οὖλος A) sound of limb, prob. f.l. in Parm.8.4.
German (Pape)
[Seite 413] ές, = ὁλομελής, mit ganzen Gliedern, ganz, Parmenid. bei Plut. adv. Col. 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont les membres sont entiers, intacts.
Étymologie: οὖλος¹, μέλος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλομελής: -ές, (οὖλος Α) ὁ ἔχων σῶα μέλη, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C.
Greek Monolingual
οὐλομελής, -ές (Α)
βλ. ολομελής.
Russian (Dvoretsky)
οὐλομελής: с целыми членами, т. е. без порока, неповрежденный (sc. τὸ νοητόν) Plut.