ταρακτικός

From LSJ
Revision as of 09:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτικός Medium diacritics: ταρακτικός Low diacritics: ταρακτικός Capitals: ΤΑΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: taraktikós Transliteration B: taraktikos Transliteration C: taraktikos Beta Code: taraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

German (Pape)

[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à troubler, à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.

Greek Monolingual

ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.

Greek Monotonic

τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρακτικός:
1) приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2) вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).

Middle Liddell

τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.