τετολμηκότως

Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv., (τολμάω) boldly, Plb.1.23.5, 9.4.2.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.

Russian (Dvoretsky)

τετολμηκότως: отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τετολμηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ τολμάω, πλέοντες τετολμηκότως Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, -ότος του τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τετολμηκότως: επιρρ. μτχ. παρακ. του τολμάω, σε Πολύβ.

Middle Liddell

[adverb from perf. part. of τολμάω, Polyb.]