τρωχάω
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
Ep. for τρέχω, run, gallop, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Il. 22.163, cf. Od.6.318, A.R.3.874.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. τρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
τρωχάω: Ἐπικ. ἀντὶ τρέχω, τρέχω, καλπάζω, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Ἰλ. Χ. 163· ― πρβλ. Ὀδ. Ζ. 318, καὶ ἴδε ἐν λέξ. πλίσσομαι· πρβλ. τρωπάω, στρωφάω, κλπ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τρωχάω: Επικ. αντί τρέχω, τρέχω γρήγορα, καλπάζω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
τρωχάω: эп. (только praes. и impf. τρώχων) = τρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρωχάω [τρέχω] ep. voor τρέχω, rennen, galopperen.
Middle Liddell
τρωχάω,
to run fast, gallop, Hom. [Frequent. of τρέχω
Frisk Etymology German
τρωχάω: {trōkháō}
See also: s. τρέχω.
Page 2,939