ἀπροφανής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ές, = ἀπρόφατος, unexpected, f.l. in Orph.A.787.
Spanish (DGE)
(ἀπροφᾰνής) -ές inesperado, δεῖμα Orph.A.787.
German (Pape)
[Seite 340] ές, unvorhergesehen, unvermuthet, Orph. Arg. 784.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφανής: -ές, = ἀπρόφατος, ἀπροσδόκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 785.