ἀσχημονέω
English (LSJ)
behave unseemly, disgrace oneself, E.Hec.407, Cratin. 151, Pl.R.506d, etc.: c. acc. cogn., ἀ. ἄλλα ἅ . . D.22.53; ἀ. τὰ δεινότατα Id.60.25; μηδὲν ἀ. Arist.Pol.1273a34, cf. EN1119a30: c. part., Plu.2.178d:—Pass., πολλὰ ἀσχημονεῖται many unseemly things are done, D.H.2.26.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. suj. de pers. comportarse torpemente, hacer un mal papel ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Pl.R.506d, ἀποκρινέσθω δὲ ὁ νεώτερος· σφαλεὶς γὰρ ἧττον ἀσχημονήσει Pl.Tht.165b, cf. X.Eq.11.6, PSI 418.13 (III a.C.), 1Ep.Cor.7.36, D.Chr.31.108, Hierocl.Facet.90, c. ac. adv. κακὰ ἀσχημονεῖ τε καὶ φαίνεται σφόδρα γελοῖος Pl.R.517d
•comportarse inconvenientemente, indignamente βούλῃ ... ἀσχημονῆσαι ... ἐκ νέου βραχίονος σπασθεῖσ' ...; E.Hec.407, μὴ ... θορυβείτωσαν ... μηδὲ ἀσχημονείτωσαν Iust.Phil.Dial.9.2, cf. Ael.VH 2.15, D.Chr.17.22, Ach.Tat.1.9.1, 5.26.3, Eun.VS 463, c. ac. int. τὰ ὅπλα ῥίπτειν καὶ τὰ ἄλλα ἀσχημονεῖν Arist.EN 1119a30, κἂν τὰ δεινότατ' ἀσχημονήσῃ D.60.25, cf. 22.53, Arist.Pol.1273a34
•cometer faltas de respeto los hijos con los padres, en v. pas., D.H.2.26
•quedar envilecido o deshonrado δημοσίᾳ ... ἀσχημονεῖν Arr.Epict.3.22.2, cf. LXX De.25.3, Pall.V.Chrys.9p.57
•obrar con indecencia en el terreno sexual, Cratin.160, Pl.Criti.121b, Aeschin.2.151, 1Ep.Cor.13.5, Luc.Am.28, Plu.2.178d, D.C.63.13.3, Amph.Seleuc.109, Clem.Al.Paed.3.3.20
•ir mal vestido o medio desnudo LXX Ez.16.7, Basil.M.31.288C.
2 c. suj. no pers. resultar mal ἡ ... ὑπόθεσις ... τὸ ἐμὸν μέρος ἀσχημονοῦσα fracasando la obra por mi culpa Luc.Nigr.8.
II tr. insultar, ultrajar τὴν [ἐ] μὴν εὐγένειαν PMasp.5.17 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 382] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; ὑπόθεσις ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχημονέω: φέρομαι ἀσχημόνως, καταισχύνω ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια πράττω, Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― μετὰ μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une mauvaise tenue, se tenir avec inconvenance, manquer aux bienséances.
Étymologie: ἀσχήμων.
English (Strong)
from ἀσχήμων; to be (i.e. act) unbecoming: behave self uncomely (unseemly).
English (Thayer)
ἀσχημόνω; (to be ἀσχήμων, deformed; τήν κεφαλήν ἀσχημονεῖν, of a bald Prayer of Manasseh, Aelian v. h. 11,4); to act unbecomingly (Euripides), Xenophon, Plato, others.): ἐπί τινα, toward one, i. e. contextually, to prepare disgrace for her, 1 Corinthians 7:36.
Greek Monotonic
ἀσχημονέω: μέλ. -ήσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, ντροπιάζω τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσχημονέω:
1) непристойно вести себя (ἐν τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων Aesch.; ἠδίκησας καὶ ἠσχημόνησας Plut.): ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. своим некрасивым поведением я навлеку на себя насмешки;
2) терпеть поношение, быть опозоренным Eur.
Middle Liddell
ἀσχήμων
to behave unseemly, disgrace oneself, to be put to shame, Eur., Plat.
Chinese
原文音譯:¢schmonšw 阿士黑摩尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:不-風度 相當於: (עֶרְיָה) (קַיִן)
字義溯源:不合適的,失體面的,不禮貌的,不合宜,作害羞的事;源自(ἀσχήμων)=不雅觀的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἔχω)*=持,風度)組成
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 作不合適的事(1) 林前13:5;
2) 不合宜(1) 林前7:36