ἡμίκλαστος

From LSJ
Revision as of 17:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίκλαστος Medium diacritics: ἡμίκλαστος Low diacritics: ημίκλαστος Capitals: ΗΜΙΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíklastos Transliteration B: hēmiklastos Transliteration C: imiklastos Beta Code: h(mi/klastos

English (LSJ)

ον, (κλάω) half-broken, Plu.2.306b, 317d.

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].

Russian (Dvoretsky)

ἡμίκλαστος:
1) полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2) наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).