ὑποδράω
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Ep. ὑποδρώω, serve, c. dat., οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od.15.333; οἱ ὑποδρῶντες τῷ θεῷ (sc. Ἀσκληπιῷ) Ael.NA9.33.
German (Pape)
[Seite 1216] Einem dienstbar sein, unter ihm handeln, dienen; οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Od. 15, 333; u. in später Prosa, wie Ael. H. A. 9, 33.
French (Bailly abrégé)
être serviteur de, τινι.
Étymologie: ὑπό, δράω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδράω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], Ἐπικ. ὑποδρώω, ὑπηρετῶ, εἶμαι ὑπηρετικός, χρησιμεύω, μετὰ δοτικ., οἵ σφιν ὑποδρώωσιν Ὀδ. Ο. 333· ὑπ. τῷ θεῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33.
English (Autenrieth)
-δρώωσι; work as servant under, wait upon, Od. 15.333†.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδράω: прислуживать (τινι Hom.).