ἀντιστράτηγος
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
[ρᾰ], ὁ, A enemy's general, Th.7.86, D.H.6.5, Plu. Sert.12. II at Rome, acting commander or governor, either pro consule, Plb.28.3.1, or pro praetore, D.C.41.43. 2 propraetor, i.e. governor of a province with rank of pro praetore, IG12(5).722 (Andros, ii B.C.). 3 lieutenant of a commander, Lat. legatus pro praetore, OGIiip.551 (Bargylia, ii B.C.), Plb.3.106.2, 15.4.4, Plu. Comp.Lys.Sull.4, etc.; in full, πρεσβευτὴς καὶ ἀ. J.AJ14.12.13; ἀντιταμίας καὶ ἀ. proquaestor pro praetore, OGI448 (i B.C.); πρεσβευτὴς Σεβαστοῦ ἀ., = Lat. legatus Augusti pro praetore, IGRom.3.186 (Ancyra, ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστράτηγος: ὁ, ὁ στρατηγὸς τοῦ ἐχθρικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 7. 86, Διον. Ἁλ. 6. 5. ΙΙ. ὁ ὑποστράτηγος τοῦ ἐν Ρώμῃ στρατηγοῦ, ὁ Propraetor ἢ Legatus Praetoris, Πόπλιος δὲ ... καταλιπὼν Βαίβιον ἀντιστράτηγον αὐτὸς μέν, κτλ. Πολύβ. 15. 4, 1, καὶ συχνάκις ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ.· ὡσαύτως, ἀνθύπατος Pro-consul, Πολύβ. 28. 3, 1, πρβλ. 28. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 général de l’armée ennemie;
2 à Rome propréteur ; proconsul DION.C..
Étymologie: ἀντί, στρατηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I milit. general enemigo Th.7.86, D.H.6.5, Plu.Sert.12.
II 1procónsul Plb.3.106.2, cf. 28.3.1.
2 propretor προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι Plb.15.4.1, cf. IG 12(5).722.7 (Andros II a.C.), Mon.Anc.Gr.1.9, I.AI 15.407, App.BC 3.48, D.C.39.50.4, 41.43.3, IGLS 1804 (II d.C.), IGBulg.2.646 (Mesia III d.C.)
•πρεσβευτὴς καὶ ἀ. lat. legatus pro praetore de un legado de Pompeyo SEG 20.730 (Cirene I a.C.), πρεσβευτὴς Σεβαστοῦ καὶ ἀντιστράτηγος lat. legatus Augusti pro praetore, IGR 3.186 (Ancira II d.C.), cf. 1.573, I.AI 14.230, Plu.Comp.Lys.Sull.4, MAMA 5.60, CRIA 52, ταμίας καὶ ἀ. lat. quaestor pro praetore, ID 1603 (II a.C.), OGI 429, ἀντιταμίας (καὶ) ἀ. lat. proquaestor propraetore, IP 410 (I a.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀντιστράτηγος)
νεοελλ.
ανώτατος αξιωματικός στον στρατό ξηράς, αμέσως ανώτερος από τον υποστράτηγο
αρχ.
1. ο στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος
2. ο υποστράτηγος του στρατηγού στη Ρώμη.
Greek Monotonic
ἀντιστράτηγος: ὁ,
I. στρατηγός του εχθρικού στρατεύματος, σε Θουκ.
II. ο αντιστράτηγος ή ανθύπατος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστράτηγος: ὁ
1) командующий войсками противника Thuc.;
2) вождь враждебной партии Plut.;
3) (в Риме), пропретор Polyb., Plut.;
4) (в Риме), проконсул Polyb.
Middle Liddell
I. the enemy's general, Thuc.
II. the Propraetor or Pro-consul, Polyb.