χαλκεόφωνος
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ον, with voice of brass, i. e. ringing strong and clear, of Stentor, Il.5.785; of Cerberus, Hes.Th.311.
German (Pape)
[Seite 1330] mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix forte ou retentissante comme l'airain.
Étymologie: χαλκός, φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν χαλκῆν, δηλ. ἠχηρὰν καὶ εὐκρινῆ, ἐπὶ τοῦ Στέντορος, Ἰλ. Ε. 785· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἡσ. Θεογ. 311· πρβλ. χαλκοβόας.
English (Autenrieth)
with brazen voice, epithet of Stentor, Il. 5.785†.
Greek Monolingual
και χαλκόφωνος, -ον, Α
αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].
Greek Monotonic
χαλκεόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεόφωνος: медноголосый, т. е. громогласный (Στέντωρ Hom.; Κέρβερος Hes.; ἀοιδή Anth.).
Middle Liddell
χαλκεό-φωνος, ον, φωνή
with voice of brass, i. e. strong and clear, Il., Hes.